ποικιλόπτερος

ποικιλόπτερος
-η, -ο / ποικιλόπτερος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, παρδαλά φτερά
αρχ.
μτφ. ο ποικιλόφωνος («ποικιλόπτερον μέλος», Πρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό-πτερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόπτερος — with wings of changeful hue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόπτερον — ποικιλόπτερος with wings of changeful hue masc/fem acc sg ποικιλόπτερος with wings of changeful hue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενοποικιλόπτερος — ξενοποικιλόπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει παράξενα πολύχρωμα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ποικιλόπτερος] …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”